- τοτοῖ
τοτοῖ, Interjection des Schmerzes, wie ὀτοτοῖ, Aesch. Pers. 543. 553.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοτοῖ, Interjection des Schmerzes, wie ὀτοτοῖ, Aesch. Pers. 543. 553.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοτοί — και τοτοτοῑ Α (επιφών. σχετλιαστικό) αχ, αχ (α. «Ξέρξης δ ἀπώλεσεν, τοτοῑ... νᾱες δ ἀπώλεσαν, τοτοῑ», Αισχύλ. β. «ἧπταί μου, τοτοτοῑ, ἡ δ αὖθ ἕρπει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ., πρβλ. ὀτοτοῖ] … Dictionary of Greek
τοτοῖ — ὀτοτοῖ ah! woe! indeclform (exclam) τοτοῖ indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοτοτοῖ — τοτοῖ indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοτοτοί — Α επιφών. βλ. τοτοῑ … Dictionary of Greek