- τορνευτικός
τορνευτικός, zum Drehen, Drechseln gehörig, geschickt, M. Ant. 5, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τορνευτικός, zum Drehen, Drechseln gehörig, geschickt, M. Ant. 5, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τορνευτικός — ή, ό / τορνευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [τορνεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τορνευτή («τορνευτικά εργαλεία») 2. το θηλ. ως ουσ. η τορνευτική η τέχνη τού τορνευτή … Dictionary of Greek
τορνευτικός, -ή — ό 1. αυτός που έχει σχέση με τον τορνευτή: Τορνευτική εργασία. 2. το θηλ. ως ουσ., τορνευτική, η η τέχνη του τορνευτή, του τορναδόρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)