τοπο-γράφος

τοπο-γράφος

τοπο-γράφος, einen Ort, eine Gegend beschreibend, die Lage, die Gränzen eines Ortes, einer Gegend bezeichnend, bestimmend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κηλογράφος — κηλογράφος, ον (Α) αυτός που έγραφε για θέματα που έχουν σχέση με την κήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήλη + γράφος (< γράφω), πρβλ. γλωσσο γράφος, τοπο γράφος] …   Dictionary of Greek

  • κοσμογράφος — ο (ΑM κοσμογράφος, ον) νεοελλ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η κοσμογράφος αυτός που ασχολείται με την κοσμογραφία αρχ. αυτός που περιγράφει τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + γράφος (< γράφω), πρβλ. γεω γράφος, τοπο γράφος. Η λ. ως επιστημον …   Dictionary of Greek

  • τοπογράφος — ο, ΝΑ νεοελλ. τεχνολ. τεχνολόγος επιστήμονας ασχολούμενος με γενικές και ειδικές τοπογραφικές εργασίες, όπως είναι η κάθε τύπου χαρτογράφηση, η χάραξη τεχνικών έργων κ.ά. αρχ. αυτός που περιγράφει έναν τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + γράφος*. Η λ.,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”