- τοπο-τηρητής
τοπο-τηρητής, ὁ, der Stellvertreter, erst sehr Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοπο-τηρητής, ὁ, der Stellvertreter, erst sehr Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνισοτηρητής — κνισοτηρητής, o (Α) κνισοδιώκτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + τηρητής (< τηρῶ), πρβλ. τοπο τηρητής] … Dictionary of Greek
καιροτηρησία — καιροτηρησία, ἡ (Α) ο καιροσκοπισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + τηρησία (< τηρητής < τηρῶ), πρβλ. τοπο τηρησία] … Dictionary of Greek