- τοπιτης
τοπιτης, ὁ, vom Orte, zum Orte gehörig, E. M. St. B.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοπιτης, ὁ, vom Orte, zum Orte gehörig, E. M. St. B.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοπίτης — τοπί̱της , τοπίτης of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπίτης — ὁ, Α αυτός που ανήκει σε έναν τόπο ή που προέρχεται από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + κατάλ. ίτης* (πρβλ. πολ ίτης)] … Dictionary of Greek
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek