- ταλάντατος
ταλάντατος, superl. von τάλας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταλάντατος, superl. von τάλας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταλάντατος — τάλας suffering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Tantalvs — TANTĂLVS, i, Gr. Τὰνταλος, ου, (⇒ Tab. XXX.) 1 §. Namen. Dieser soll von dem griechischen Worte ταλάντατος höchst unglücklich, Plato in Cratyl p. 272. oder doch von τάλας, elend, gleichsam ταντάλας, herkommen. Becm. Orig. L. L. in Tantalus, p.… … Gründliches mythologisches Lexikon
Τάνταλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Φρυγίας και της Λυδίας, πατέρας του Πέλοπα, του επώνυμου ήρωα της Πελοποννήσου. Ήταν κυρίως γνωστός για το μαρτύριο στο οποίο υποβλήθηκε στον Άδη, όπου τον βασάνιζαν αιώνια η πείνα και η δίψα· ήταν… … Dictionary of Greek