- ταλάσειος
ταλάσειος, zum Wollespinnen gehörig, episch ταλασήϊος, ταλασήϊα ἔργα, = ταλασία, Ap. Rh. 3, 292; Nonn. S. ταλάσιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταλάσειος, zum Wollespinnen gehörig, episch ταλασήϊος, ταλασήϊα ἔργα, = ταλασία, Ap. Rh. 3, 292; Nonn. S. ταλάσιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.