ταλα-κάρδιος

ταλα-κάρδιος

ταλα-κάρδιος, mit duldendem, standhaftem Herzen; so heißt Herakles Hes. Sc. 424, Oedipus Soph. O. C. 545; sp. D., wie Ep. ad. 156 (App. 205).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τάλας — αινα, αν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τάλαις και ιων. τ. τάλης θηλ. και τάλας Α άξιος λύπης, δυστυχής, ταλαίπωρος («οἴ γὼ τάλαινα συμφορᾱς κακῆς», Αισχύλ.) μσν. αρχ. (με κακή σημ.) άθλιος, ελεεινός (α. «τρόπον τὸν κακομήχανον τῆς γυναικὸς ὁ τάλας», Πρόδρ.… …   Dictionary of Greek

  • ταλακάρδιος — ον, Α 1. μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος 2. ταλαίπωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα (βλ. λ. τάλας) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ταραξι κάρδιος (για τον σχηματισμό τού τ. βλ. και λ. ταλάφρων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”