- ταλαιπώρημα
ταλαιπώρημα, τό, Drangsal, Elend, Phalar.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταλαιπώρημα, τό, Drangsal, Elend, Phalar.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταλαιπώρημα — hardship neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπώρημα — ήματος, τὸ, ΜΑ [ταλαιπωρῶ] ταλαιπωρία … Dictionary of Greek
ταλαιπωρημάτων — ταλαιπώρημα hardship neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρήμασι — ταλαιπώρημα hardship neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρήματα — ταλαιπώρημα hardship neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)