ταλαντιαῖος — worth a talent masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαντιαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που έχει αξία ενός ταλάντου («ἕτεροι μὲν οἶκοι ταλαντιαῑοι καὶ διτάλαντοι καταληφθέντες», Δημοσθ.) 2. αυτός που η περιουσία του είναι ένα τάλαντο 3. αυτός που έχει βάρος ενός ταλάντου 4. (για πράξη ή για αγώνα) αυτός τού… … Dictionary of Greek
ταλαντιαῖον — ταλαντιαῖος worth a talent masc acc sg ταλαντιαῖος worth a talent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαντιαῖα — ταλαντιαῖος worth a talent neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαντιαῖαι — ταλαντιαῖος worth a talent fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαντιαῖοι — ταλαντιαῖος worth a talent masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαντιαία — ταλαντιαί̱ᾱ , ταλαντιαῖος worth a talent fem nom/voc/acc dual ταλαντιαί̱ᾱ , ταλαντιαῖος worth a talent fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαντιαίας — ταλαντιαί̱ᾱς , ταλαντιαῖος worth a talent fem acc pl ταλαντιαί̱ᾱς , ταλαντιαῖος worth a talent fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαντιαίων — ταλαντιαί̱ων , ταλαντιαῖος worth a talent fem gen pl ταλαντιαί̱ων , ταλαντιαῖος worth a talent masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαντιείος — εία, ον, Α ταλαντιαῑος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάλαντον + κατάλ. ιεῖος (πρβλ. μην ιεῖος)] … Dictionary of Greek
ταλαντιαίαν — ταλαντιαί̱ᾱν , ταλαντιαῖος worth a talent fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)