- ταλαρίσκος
ταλαρίσκος, ὁ, dim. von τάλαρος, quasillus, Antp. Sil. 22 (VI, 174).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταλαρίσκος, ὁ, dim. von τάλαρος, quasillus, Antp. Sil. 22 (VI, 174).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταλαρίσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαρίσκος — ὁ, Α υποκορ. τού τάλαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάλαρος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek
ταλαρίσκοις — ταλαρίσκος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαρίσκον — ταλαρίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)