- τμητής
τμητής, ὁ, = τμητήρ, Theophr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τμητής, ὁ, = τμητήρ, Theophr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τμητής — one who cuts masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμητής — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) εκτομέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη τού τέμνω* (βλ. λ. τμή γω) + κατάλ. τής] … Dictionary of Greek
τμητοῦ — τμητής one who cuts masc gen sg τμητός cut masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμητῇ — τμητής one who cuts masc dat sg (attic epic ionic) τμητός cut fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμητῶν — τμητής one who cuts masc gen pl τμητός cut fem gen pl τμητός cut masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμητά — τμητά̱ , τμητής one who cuts masc nom/voc/acc dual τμητής one who cuts masc voc sg τμητής one who cuts masc nom sg (epic) τμητός cut neut nom/voc/acc pl τμητά̱ , τμητός cut fem nom/voc/acc dual τμητά̱ , τμητός cut fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek