- τμητικός
τμητικός, schneidend, zerschneidend, trennend, τμητικώτατον Plat. Tim. 56 a; durchdringend, πνεῦμα δριμὺ καὶ τμητικὸν ἡ συκῆ ἀφίησιν, Plut. Symp. 6, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τμητικός, schneidend, zerschneidend, trennend, τμητικώτατον Plat. Tim. 56 a; durchdringend, πνεῦμα δριμὺ καὶ τμητικὸν ἡ συκῆ ἀφίησιν, Plut. Symp. 6, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τμητικός — able to cut masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμητικός — ή, ό / τμητικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τμητικό (ρητ.) ρητορικό σχήμα κατά το οποίο ο λόγος διακόπτεται και μεταβαίνει από πρόσωπο σε πρόσωπο ή από πράγμα σε πράγμα αρχ. 1. ο κατάλληλος για τμήση 2. (για ψύχος ή οσμή) διαπεραστικός… … Dictionary of Greek
τμητικά — τμητικός able to cut neut nom/voc/acc pl τμητικά̱ , τμητικός able to cut fem nom/voc/acc dual τμητικά̱ , τμητικός able to cut fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμητικώτερον — τμητικός able to cut adverbial comp τμητικός able to cut masc acc comp sg τμητικός able to cut neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμητικωτέρων — τμητικός able to cut fem gen comp pl τμητικός able to cut masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμητικῶν — τμητικός able to cut fem gen pl τμητικός able to cut masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμητικόν — τμητικός able to cut masc acc sg τμητικός able to cut neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμητικώτατα — τμητικός able to cut adverbial superl τμητικός able to cut neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμητικώτατον — τμητικός able to cut masc acc superl sg τμητικός able to cut neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμητικαί — τμητικός able to cut fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμητικοῖς — τμητικός able to cut masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)