- τανα-ῶπις
τανα-ῶπις, ιδος, ἡ, weit sehend, Empedocl. 11 ἡλιόπη, das Betrachten der Sonne.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανα-ῶπις, ιδος, ἡ, weit sehend, Empedocl. 11 ἡλιόπη, das Betrachten der Sonne.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταναώπις — ώπιδος, ἡ, Α αυτή που βλέπει μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανα ῶπις (αντί *ταναο ῶπις, με σίγηση τού ο , πρβλ. τανα ήκης) < ταναός* «επιμήκης, μακρός» + ῶπις (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. γλαυκ ῶπις] … Dictionary of Greek