ταξί-λοχος

ταξί-λοχος

ταξί-λοχος, eine Heerschaar ordnend, λαῶν, Arist. ep. (App. 9, 5).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ναύλοχος — η, ο (Α ναύλοχος, ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) τόπος όπου σταθμεύουν πλοία, το αραξοβόλι αρχ. 1. (για λιμάνι) αυτός που παρέχει ασφάλεια στα πλοία από τον άνεμο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ναύλοχα τόπος απάνεμος όπου αράζουν πλοία, αραξοβόλι.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”