ταξί-αρχος

ταξί-αρχος

ταξί-αρχος, , Anführer einer größern Heeresabtheilung, Oberster, Feldhauptmann; Her. 8, 67; τῶν τελέων, 9, 42. – Bes. in Athen der Anführer einer τάξις, die eine φυλή stellte, also einer kleinern Schaar, dasselbe, was bei der Reiterei φύλαρ χος, Dem. 54, 5; Ac. Ach. 543 Av. 353; Thuc. 7, 60; Plat., Xen. u. Folgde, öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ίλαρχος — ο (Α ἴλαρχος) νεοελλ. ο λοχαγός τού ιππικού στον παλαιό στρατό 2. ο λοχαγός τεθωρακισμένων αρχ. ιλάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + αρχος (< αρχός < ἄρχω), πρβλ. ναύ αρχος, ταξί αρχος] …   Dictionary of Greek

  • θήραρχος — θήραρχος, ὁ (Α) ο οδηγός ελεφάντων, αυτός που διαθέτει και εξουσιάζει ελέφαντες κατά τον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + αρχος (< αρχός< άρχω), πρβλ. έπ αρχος, ταξί αρχος] …   Dictionary of Greek

  • νησίαρχος — νησίαρχος, ὁ (Α) νησιάρχης*· [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + άρχος (< ἄρχω), κατά τα πολί αρχος, ταξί αρχος] …   Dictionary of Greek

  • μηνίαρχος — μηνίαρχος, ὁ (Α) ο μηνιάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + αρχος (< ἄρχω) κατά το ταξί αρχος] …   Dictionary of Greek

  • μυρίαρχος — μυρίαρχος, ὁ (Α) μυριάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + αρχος (< ἄρχω), πρβλ. ταξί αρχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”