- τανθαρύζω
τανθαρύζω, zittern, erzittern, erbeben, VLL., welche auch die Formen τανϑαλύζω u. κανϑαρίζω haben. Vgl. τανταλίζω u. τονϑορύζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανθαρύζω, zittern, erzittern, erbeben, VLL., welche auch die Formen τανϑαλύζω u. κανϑαρίζω haben. Vgl. τανταλίζω u. τονϑορύζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανθαρύζω — ή τανθαλύζω και τοιθορύσσω Α τρέμω. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύποι τού καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., σχηματισμένοι με εκφραστικό αναδιπλασιασμό: τανθαρύζω < *θαρ θαρύζω (με ανομοιωτική τροπή τού πρώτου ρ σε ν και τού αρκτικού θ σε τ ,… … Dictionary of Greek
ἐκτανθαρύζω — ἐκ τανθαρύζω quiver pres subj act 1st sg ἐκ τανθαρύζω quiver pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανθαλύζω — Α βλ. τανθαρύζω … Dictionary of Greek
τανθαρυστός — ή τανθαριοτός, ὁ, Α [τανθαρύζω] 1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που προκαλεί τρόμο 2. (κυρίως σε φρ.) «τανθαρυστὸς ὅρμος» είδος περιδέραιου, πολύτιμοι λίθοι (Θεόπομπ.) … Dictionary of Greek
τανθαρύκτρια — και τοιθορύκτρια, ἡ, Α αυτή που προκαλεί τρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τανθαρύζω / τοιθορύσσω + επίθημα τρία (πρβλ. ὀλολύκ τρια)] … Dictionary of Greek
τοιθορύσσω — Α βλ. τανθαρύζω … Dictionary of Greek
dhreugh-1 — dhreugh 1 English meaning: to tremble, shake Deutsche Übersetzung: “zittern, (sich) schũtteln, einschrumpfen” Material: O.E. drȳge “dry” etc, see above S. 254 f. under dhereugh ; Lith. drugỹs “fever; butterfly”, Ltv. drudzis… … Proto-Indo-European etymological dictionary