- ταναί-μυκος
ταναί-μυκος, weithin od. sehr brüllend, Sam. 2 (VI, 116).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταναί-μυκος, weithin od. sehr brüllend, Sam. 2 (VI, 116).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταναίμυκος — ον, Α (για βοοειδή) αυτός που μουγκρίζει δυνατά («δέρμα ταναιμύκου... βοός», Ανθ. Παλ). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. ταναί μυκος < ταναός* «υψηλός» κατά τα συνθ. σε ταλαι , παλαι (πρβλ. ταλαί πωρος*) + μυκος (< μυκῶμαι «μουγγρίζω»), πρβλ. μεγά μυκος] … Dictionary of Greek