- τανα-ηχέτα
τανα-ηχέτα, poet. statt. παναηχέτης, weit schallend, brausend, πόντος, Opp. Cyn. 2, 144, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανα-ηχέτα, poet. statt. παναηχέτης, weit schallend, brausend, πόντος, Opp. Cyn. 2, 144, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταναηχέτης — και ποιητ. τ. ταναηχέτα και δ. γρφ. τανυηχέτα, ὁ, Α αυτός που ηχεί δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανα ηχέτης < ταναός* «υψηλός», ενώ ο τ. τανυ ηχέτα < αμάρτυρο επίθ. *τανύς (βλ. λ. τάνυ μαι και τείνω) + ἠχέτης* (< ἠχή/ἠχώ)] … Dictionary of Greek