- ταξι-άρχης
ταξι-άρχης, ὁ, = ταξίαρχος; Aesch. frg. 168; Her. 7, 99. 9, 53; Arr. An. 2, 16, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταξι-άρχης, ὁ, = ταξίαρχος; Aesch. frg. 168; Her. 7, 99. 9, 53; Arr. An. 2, 16, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νησιάρχης — νησιάρχης, ὁ (Α) κυβερνήτης, άρχοντας νησιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + άρχης (< ἄρχω) κατά τα πολι άρχης, ταξι άρχης] … Dictionary of Greek
μηνιάρχης — μηνιάρχης, ὁ (Α) αυτός που ήταν άρχων κάθε μήνα, μηνιαίος άρχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + άρχης (< ἄρχω) κατά το ταξι άρχης] … Dictionary of Greek
μυριάρχης — μυριάρχης, ὁ (Α) αυτός που διευθύνει δέκα χιλιάδες άνδρες, που είναι αρχηγός δέκα χιλιάδων ανδρών («χιλιάρχας τε καὶ μυριάρχας ἀποδέξαντες», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. ταξι άρχης] … Dictionary of Greek