- ταμιείας
ταμιείας, ὁ, = ταμίας, D. Cass.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταμιείας, ὁ, = ταμίας, D. Cass.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταμιείας — ταμιείᾱς , ταμιεία stewardship fem acc pl ταμιείᾱς , ταμιεία stewardship fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμιεία — και ταμεία, ἡ, Α [ταμιεύω] 1. διοίκηση, διαχείριση, επιμέλεια («τὴν ἀπόθεσιν τῆς τροφῆς καὶ ταμιείαν», Αριστοτ.) 2. το αξίωμα ή το έργο τού ταμία («τοὺς ἀξιωθέντας ἀγορανομίας καὶ ταμιείας ἐν Νεμαύσῳ Ῥωμαίοις ὑπάρχειν», Στράβ.) … Dictionary of Greek