ταγγή

ταγγή

ταγγή, , auch τάγγος, τό, 1) das Ranzigsein, -werden. Daher – 2) eine Art Geschwulst, Hippocr. u. sp. Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τάγγη — η, Ν βλ. ταγγή …   Dictionary of Greek

  • ταγγή — η, ΝΑ, και ταγκή και τάγγη Ν τάγγιση αρχ. είδος φύματος («τὰ ὑπὸ τὸ δέρμα ἀφιστάμενα ἐς τὰ ἔξω φύματα, οἶον ταγγαί», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με τους τ.: αρχ. άνω γερμ. stanc «άσχημη μυρωδιά, βρόμα» (πρβλ. γερμ.… …   Dictionary of Greek

  • ταγγαί — ταγγή rancidity fem nom/voc pl ταγγός rancid fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταγγῶν — ταγγή rancidity fem gen pl ταγγός rancid fem gen pl ταγγός rancid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταγγός — ή, ό / ταγγός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταγκός και τσαγγός και τσαγκός Ν 1. (για τρόφ.) αυτός που έχει υποστεί τάγγιση, που έχει αλλοιωθεί και έχει προσλάβει δυσάρεστη οσμή και γεύση 2. το θηλ. ως ουσ. η ταγγή βλ. ταγγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. τής λ …   Dictionary of Greek

  • ταγγά — ταγγά̱ , ταγγή rancidity fem nom/voc/acc dual ταγγά̱ , ταγγή rancidity fem nom/voc sg (doric aeolic) ταγγός rancid neut nom/voc/acc pl ταγγά̱ , ταγγός rancid fem nom/voc/acc dual ταγγά̱ , ταγγός rancid fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταγγίασις — άσεως, ἡ, Α ταγγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγγός + κατάλ. ίασις (< ρ. σε ιάω/ ιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • ταγγίζω — ΝΜΑ, και ταγκίζω, και τσαγγίζω και τσαγκίζω Ν [ταγγή] είμαι ή γίνομαι ταγγός …   Dictionary of Greek

  • ταγκή — η, Ν βλ. ταγγή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”