- τανύ-σφυρος
τανύ-σφυρος, mit gestreckten, langen, dünnen Knöcheln od. schlanksüßig; ϑυγάτηρ, παῖς, H. h. Cer. 2. 77, Ὠκεανῖναι, Hes. Th. 364, vgl. Sc. 35; Simmi. ov.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανύ-σφυρος, mit gestreckten, langen, dünnen Knöcheln od. schlanksüßig; ϑυγάτηρ, παῖς, H. h. Cer. 2. 77, Ὠκεανῖναι, Hes. Th. 364, vgl. Sc. 35; Simmi. ov.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… … Dictionary of Greek
λεπτόσφυρος — λεπτόσφυρος, ον (Μ) αυτός που έχει λεπτά σφυρά, λεπτούς αστραγάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»), πρβλ. λευκό σφυρος, τανύ σφυρος] … Dictionary of Greek
τανύσφυρος — και τανίσφυρος, ον, Α αυτός που έχει μακριά και λεπτά σφυρά ή μακριά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + σφυρος (< σφυρόν «πόδι»), πρβλ. λευχό σφνρος. Ο τ. τανίσφυρος έχει σχηματιστεί είτε κατά το καλλί… … Dictionary of Greek