- τανυ-ῆλιξ
τανυ-ῆλιξ, ικος, ὁ, ἡ, von langem, hohem Alter, Leon. Tar. 1 (V, 206).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανυ-ῆλιξ, ικος, ὁ, ἡ, von langem, hohem Alter, Leon. Tar. 1 (V, 206).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανυήλιξ — ήλικος, ὁ, ἡ, Α ο προχωρημένης ηλικίας, πολύ γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + ήλιξ (< ἧλιξ, ικος «συνομήλικος»), πρβλ. μεσ ῆλιξ. Για το θ. τού α συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι] … Dictionary of Greek