- τανυ-έθειρα
τανυ-έθειρα, ἡ (bes. poet. fem. zu τανυέϑειρος), mit langem Haare, Σεμέλα Pind. Ol. 2, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανυ-έθειρα, ἡ (bes. poet. fem. zu τανυέϑειρος), mit langem Haare, Σεμέλα Pind. Ol. 2, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανυέθειρα — ἡ, Α αυτή που έχει μακριά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + έθειρα (< ἔθειραι «χαίτη, μαλλιά»), πρβλ. χρυσο έθειρα] … Dictionary of Greek