τανυσί-πτερος

τανυσί-πτερος

τανυσί-πτερος, = τανύπτερος; ὄρνιϑες, κίχλαι, Od. 5, 65. 22, 468; οἰωνός, H. h. Merc. 213; ὄρνις, Hes. O. 214 Th. 525; Ar. Av. 1412. 1415; δίκα, Mesomed. 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρυψίπτερος — κρυψίπτερος, ον (Μ) αυτός που έχει κρυμμένα, καλυμμένα τα φτερά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι (βλ. κρυπτ[ο] ) + πτερος (< πτερόν), πρβλ. ερασί πτερος, τανυσί πτερος] …   Dictionary of Greek

  • φερέπτερος — ον, Α φτερωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πτερος (< πτερόν), πρβλ. τανυσί πτερος] …   Dictionary of Greek

  • τηλέφαντος — και τηλέφατος και τηλεσίφαντος, ον, Α ο τηλεφανής*, αυτός που φαίνεται από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + φαντος / φατος (< φαίνω), πρβλ. νυκτί φαντος, ὑπέρ φατος. Ο τ. τηλεσί φαντος αναλογικά προς τα σύνθ. με α΄ συνθετικό σε σι (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”