- τανυσι-πτέρυγος
τανυσι-πτέρυγος, = τανυπτέρυξ, Maneth. 2, 78.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανυσι-πτέρυγος, = τανυπτέρυξ, Maneth. 2, 78.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φερεπτέρυγος — ον, Α (ποιητ. τ.) φερέπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πτέρυγος (< πτέρυξ, υγος), πρβλ. τανυσι πτέρυγος] … Dictionary of Greek