- πρητήν
πρητήν, ὁ, = περύσινος, ἐνιαύσιος, ἐπετής, jährig, von diesem Jahre; Hesych. erkl. πρητῆνας τοὺς ἐνιαυσίους ἄρνας; davon ἐπιπρητήν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρητήν, ὁ, = περύσινος, ἐνιαύσιος, ἐπετής, jährig, von diesem Jahre; Hesych. erkl. πρητῆνας τοὺς ἐνιαυσίους ἄρνας; davon ἐπιπρητήν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρητήν — ῆνος, ὁ, Α ενιαύσιος αμνός, χρονιάτικο αρνί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πρατήνιον*] … Dictionary of Greek
πρατήνιον — τὸ, Α 1. (αττ. τ.) το ὕπερον* 2. χρονιάρικο αρνί, πρητήν*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Πιθ. δάνειο από τη Μικρά Ασία. Ο τ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Φώτιος «προτήνιον ἡλικία τις αἰγός» και τού τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «πρητήν ὁ… … Dictionary of Greek
πρατάνιον — Α (κατά τον Ησύχ.) «μαλλόν». [ΕΤΥΜΟΛ. η λ. συνδέεται πιθ. με τους τ. πρατήνιον*, προτήνιον*, πρητήν*] … Dictionary of Greek
per-2 — per 2 English meaning: to go over; over Deutsche Übersetzung: “das Hinausfũhren about” Material: A. Dient as preposition, preverb and Adverb: a. per, peri (locative of Wurzelnomens) “vorwärts, in Hinausgehen, Hinũbergehen about … Proto-Indo-European etymological dictionary