τανταλίζω

τανταλίζω

τανταλίζω, wie ταλαντίζω, = τανταλεύω; Hesych. erkl. ἐτανταλίσϑη, ἐσείσϑη, u. intr. ἐταντάλιζεν, ἔτρεμεν. Sprichwörtlich τὰ Ταντάλου τάλαντα τανταλίζεται, er wiegt an Vermögen so schwer wie Tantalus, Ar. bei Suid.; vgl. Zenob. 6, 7 Apostol. 18, 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τανταλίζω — Α 1. ταλαντεύω, σείω, κινώ («μελαμφύλλῳ δάφνᾳ χλωρᾷ τ ἐλαίᾳ τανταλίζει», Ανακρ.) 2. παροιμ. φρ. «τὰ Ταντάλου τάλαντα τανταλίζεται» λεγόταν για εκείνους που είχαν πολλά πλούτη όπως ο μυθικός βασιλιάς Τάνταλος (Ζηνόβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Τάνταλος. Τόσο …   Dictionary of Greek

  • τανταλίζει — τανταλίζω wave about pres ind mp 2nd sg τανταλίζω wave about pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τανταλίζεσθαι — τανταλίζω wave about pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τανταλίζεται — τανταλίζω wave about pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτανταλίχθη — τανταλίζω wave about aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐταντάλιζεν — τανταλίζω wave about imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τανταλούμαι — όομαι, Α τραντάζομαι («ἐπὶ γᾷ πέσε τανταλωθείς», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Τάνταλος (για τη σημ. τού ρ. βλ. λ. τανταλίζω)] …   Dictionary of Greek

  • τραντάζω — Ν 1. σείω, κουνώ, τινάζω δυνατά («σ όλη τη διαδρομή μάς τράνταζε το αυτοκίνητο, γιατί έχει σκληρή ανάρτηση») 2. καταρρίπτω με βίαιο τρόπο, γκρεμίζω («τράνταξε τα βαρέλια στην άσφαλτο κι έσπασαν») 3. μτφ. α) κλονίζω κάποιον ψυχικά, συγκλονίζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”