- τανταλεύω
τανταλεύω, schweben, schwanken, wie eine Wagschaale, übh. erschüttert, bewegt werden. – Auch trans., wie ταλαντεύω, schwingen, bewegen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανταλεύω, schweben, schwanken, wie eine Wagschaale, übh. erschüttert, bewegt werden. – Auch trans., wie ταλαντεύω, schwingen, bewegen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανταλεύω — Ν ταλαντεύω … Dictionary of Greek
ταλαντεύω — ΝΜΑ, και τανταλεύω Μ 1. κάνω κάτι να κινείται εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις, κουνώ εδώ κι εκεί 2. μέσ. ταλαντεύομαι κουνιέμαι όπως η πλάστιγγα γέρνοντας πότε εδώ και πότε εκεί ή πότε επάνω και πότε κάτω νεοελλ. μέσ. μτφ. έχω αμφίρροπη… … Dictionary of Greek