τεῦτλον

τεῦτλον

τεῦτλον, τό, att. statt des ion. u. gemeinen σεῠτλον, ein Küchengewächs, Mangold, Ar. Pav 979 u. a. comici.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τεῦτλον — beet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεύτλον — τὸ, ΜΑ βλ. τεύτλο …   Dictionary of Greek

  • τεῦτλα — τεῦτλον beet neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τευτλίον — και σευτλίον, τὸ, Α [τεῡτλον / σεῡτλον] 1. υποκορ. τού τεῡτλον* 2. (χωρίς υποκορ. σημ.) τεύτλο …   Dictionary of Greek

  • свекла — диал. также цвёкла, севск. (см.), укр. свекла, др. русск. сеϋклъ (Изборн. Святосл. 1073 г.; см. Срезн. III, 343), свекла (Домостр. К. 41 и сл., Заб. 114), сербск. цслав. свеклъ. Заимств. из греч. σεῦκλον, ион. σεῦτλον, атт. τεῦτλον – то же; см …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ζαχαρότευτλο — Ποώδες φυτό, της οικογένειας των χηνοποδιιδών, ποικιλία του παντζαριού (τεύτλου). Η επιστημονική ονομασία του είναι βέτα η ζαχαροφόρα. Βλ. λ. τεύτλο. * * * το βοτ. το φυτό «τεύτλον το σακχαροφόρον», από το οποίο παράγεται ζάχαρη …   Dictionary of Greek

  • σέσκουλο — Λέγεται και σέσκλο (βέτα η κοινή). Φυτό (ποικιλία ράπα, μορφή σίκλα) της οικογένειας των Χηνοποδιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι λαχανικό πολύ διαδομένο μοιάζει πολύ με το φυτό του τεύτλου, αλλά έχει φύλλα εδώδιμα, πολύ πλατιά, με μεσαία νεύρωση… …   Dictionary of Greek

  • σίλφη — η / ΝΑ και τίλφη Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαύρων κολεόπτερων εντόμων, με ωοειδές σώμα, τής οικογένειας σιλφίδες (α. «οἷον σίλφη καὶ ἐμπὶς καὶ τὰ κολεόπτερα», Αριστοτ. β. «σίλφην ἢ ἐμπίδα ἢ κυνόμυιαν γενέσθαι»,… …   Dictionary of Greek

  • σαργάνη — και ταργάνη, ἡ, Α 1. πλέγμα, δεσμός 2. καλάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., η οποία εμφανίζει επίθημα άνη (πρβλ. ορκ άνη, πλεκτ άνη). Για την εναλλαγή τών αρκτικών σ και τ , η οποία, κατά μία άποψη,… …   Dictionary of Greek

  • τευτλίς — και σευτλίς, ίδος, ἡ, Α το τεύτλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῦτλον / σεῦτλον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. μηκον ίς)] …   Dictionary of Greek

  • τευτλοφακή — ἡ, Α έδεσμα από τεύτλα και φακή («οὕτω δὲ καὶ τὴν τευτλοφακῆν ὁ Ταραντῑνος Ἡρακλείδης οὐ μόνον ὑγιαίνουσιν, ἀλλὰ καὶ νοσοῡσιν ἐδίδου», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῦτλον + φακῆ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”