- τείως
τείως, adv., ep. u. ion. statt τέως, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τείως, adv., ep. u. ion. statt τέως, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τείως — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τείως — Α επίρρ. βλ. τέως … Dictionary of Greek
τέως — Oνομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη και λιμάνι της Ιωνίας στη Λυδία, σύμμαχος των Αθηναίων τον 5o αι. Αποσχίστηκε από την αθηναϊκή συμμαχία εξαιτίας της Σικελικής Εκστρατείας. Είχε ναό του Διονύσου, ιωνικού ρυθμού, που χτίστηκε από τον Ερμογένη το… … Dictionary of Greek
AETHALIDES — praeco, Mercurii sil. cui quandoque inter mortuos, quandoque inter vivos esse licere concessum est. Apollonius Argon. l. 1. Τείως δ᾿ αὖτ᾿ εν νηὸς ἀριςῆες προέηκαν Αἰθαλίδην κήρυκα θοον`, τῶ πέρ τε μέλεςθαι Α᾿γγελἰας καὶ σκῆπτρον ἐπέτρεπον… … Hofmann J. Lexicon universale