- τείχωμα
τείχωμα, τό, = τεῖχος, f. L. bei Pol. 4, 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τείχωμα, τό, = τεῖχος, f. L. bei Pol. 4, 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τείχωμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τείχωμα — τὸ, Α φραγμός, φράχτης, λιθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + κατάλ. ωμα (πρβλ. πέπλ ωμα: πέπλος, πλεύρ ωμα: πλευρά)] … Dictionary of Greek
τειχωμάτων — τείχωμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… … Dictionary of Greek
χαλκοτειχής — ές, Α αυτός που έχει χάλκινο τείχωμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + τειχής (< τεῖχος), πρβλ. μελαν τειχής] … Dictionary of Greek