- προ-τίλλω
προ-τίλλω, vorher od. vorn rupfen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-τίλλω, vorher od. vorn rupfen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προτίλλω — Α μαδώ εκ τών προτέρων ή από μπροστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ + τίλλω «μαδώ, ξεριζώνω τα μαλλιά μου»] … Dictionary of Greek