τιάρας

τιάρας

τιάρας, , ion. τιήρης, = τιάρα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τιάρας — τιά̱ρᾱς , τιάρα tiara fem acc pl τιά̱ρᾱς , τιάρα tiara fem gen sg (attic doric aeolic) τιά̱ρᾱς , τιάρα tiara masc acc pl τιά̱ρᾱς , τιάρα tiara masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύφη — η, ΝΜΑ, και τύφι, τὸ, Α λόγια ονομασία τού γένους, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, υδροχαρών ποωδών φυτών τύφα, με 15 περίπου είδη, ορισμένα από τα οποία φέρουν φύλλα που χρησιμοποιούνται στην καλαθοπλεκτική, στην κατασκευή… …   Dictionary of Greek

  • παραγναθίδα — Τμήμα του κράνους που προστατεύει τις γνάθους. Με π., που ήταν χωριστά κομμάτια και προσαρμόζονταν με καρφιά στο υπόλοιπο κράνος, ήταν εφοδιασμένα τα δερμάτινα και τα μεταλλικά κράνη της ύστερης εποχής του χαλκού. Π. έφεραν και μερικά από τα… …   Dictionary of Greek

  • σκιατροφώ — και αττ. τ. σκιατραφῶ και ιων. τ. σκιητροφῶ και σκιοτροφῶ, έω, Α 1. ανατρέφω κάποιον ή κάτι στη σκιά, στο σπίτι 2. συνεκδ. ανατρέφω με τρόπο μαλθακό, τρυφηλό 3. μέσ. σκιατροφοῡμαι, έομαι α) μένω στη σκιά, αποφεύγω τον ήλιο β) (κατ επέκτ.) είμαι… …   Dictionary of Greek

  • τιάρα — η, ΝΜΑ, και τίαρις και τιάρας, ου, και ιων. τ. τιήρης, εω, ὁ, Α 1. (στην αρχαία Ανατολή και στο Βυζάντιο) επίσημο υψηλό και συμπαγές κάλυμμα τής κεφαλής, σύμβολο θεών και τής βασιλικής εξουσίας 2. κάλυμμα τής κεφαλής τών Περσών στρατιωτών νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • πλαστό έργο τέχνης — Ονομάζεται κάθε πίνακας, σχέδιο, χαρακτικό έργο, γλυπτό, καλλιτεχνικό αντικείμενο που απομιμείται μορφές και τεχνικές ενός καλλιτέχνη ή μιας εποχής με σκοπό να εξαπατήσει τον τυχόν αγοραστή ή ειδικό. Το στοιχείο της κακής πρόθεσης, η θέληση της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”