τελ-ώνης

τελ-ώνης

τελ-ώνης, , der die Abgaben u. Zölle vom Staate gepachtet hat, publicanus, u. der Zöllner od. Zolleinnehmer, portitor, Ar. Equ. 248; oft bei Sp. im verächtlichen Sinne, ἐπὶ τούτοις σεμνύνεσϑαι, ἐφ' οἷς ἂν καὶ τελώνης σεμνυνϑείη ἢ βάναυσος, Pol. 12, 13, 9; Plut. Alc. 5; bes. N. T.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ωνούμαι — έομαι, ΜΑ, και κρητ. τ. μτχ. ενεστ. ὠνώμενος, ένη, ον, Α 1. αγοράζω 2. διαπραγματεύομαι κάτι, παζαρεύω 2. (ειδικότερα) α) (με δοτ. προσ.) αγοράζω κάτι από κάποιον β) (με γεν. και σπάν. με δοτ. τής τιμής) αγοράζω κάτι αντί ενός χρηματικού ποσού 3 …   Dictionary of Greek

  • θεατρώνης — ο (Α θεατρώνης) νεοελλ. θεατρικός επιχειρηματίας που διατηρεί θίασο ηθοποιών με έξοδά του, εργολάβος θεάτρου αρχ. (στην αρχ. Αθήνα), ο πολίτης που εισέπραττε από τους θεατές ως δικαίωμα εισόδου το «θεωρικόν»* και σε αντάλλαγμα πλήρωνε ενοίκιο… …   Dictionary of Greek

  • θαμώνας — ο 1. αυτός που συχνάζει, που επισκέπτεται συχνά έναν τόπο («θαμώνας καφενείου») 2. πελάτης καταστήματος («θαμώνας παντοπωλείου»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λόγια λέξη η οποία πλάστηκε αρχικά (1846) με τον τ. θαμώνης από τον Ιω. Ισ. Σκυλίτση, για να… …   Dictionary of Greek

  • καρπώνης — καρπώνης, ὁ (Α) ο αγοραστής καρπών, ο έμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. θεατρ ώνης, τελ ώνης] …   Dictionary of Greek

  • κτηματώνης — κτηματώνης, ὁ (Α) επιγρ. επίτροπος ναού που αγοράζει κτήματα υπέρ τού ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + κατάλ. ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. θεατρ ώνης, τελ ώνης] …   Dictionary of Greek

  • νομώνης — νομώνης, βοιωτ. τ. νομώνας, ὁ (Α) υπάλληλος που ενοικίαζε δημόσιους τόπους για βοσκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομός / νομή + ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. θεατρ ώνης, τελ ώνης] …   Dictionary of Greek

  • οινώνης — οἰνώνης, ὁ (Α) (κατά τον Φώτ.) «ἔμπορος οἴνου». [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. καρπ ώνης, τελ ώνης] …   Dictionary of Greek

  • οπωρώνης — ὀπωρώνης, ὁ (Α) 1. αγοραστής και πωλητής φρούτων («σῡκα καὶ βότρυς καὶ ἐλαίας συλλέγων ὥσπερ ὀπωρώνης ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων», Δημοσθ.) 2. μτφ. αυτός που δρέπει τις απολαύσεις τού σώματος («δίδου τοῑς σοῑς ὀπωρώναις τὴν ὥραν τρυγᾱν μετ ὀλίγον… …   Dictionary of Greek

  • πεντηκοστώνης — ὁ, Α ο ενοικιαστής τού φόρου τής πεντηκοστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστή + ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. τελ ώνης] …   Dictionary of Greek

  • τεταρτώνης — ὁ, Α ο εισπράκτορας τού φόρου τής τετάρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετάρτη + ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. τελ ώνης] …   Dictionary of Greek

  • χρυσώνης — ὁ, ΜΑ τίτλος αξιωματούχου τών οικονομικών υπηρεσιών στην Αίγυπτο μσν. ως επίθ. αυτός που καμαρώνει για το χρυσάφι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. τελ ώνης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”