- τιθάς
τιθάς, άδος, ἡ, ὄρνις, wie τιϑή, die zahme od. Haushenne, Alph. 12 (IX, 95).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τιθάς, άδος, ἡ, ὄρνις, wie τιϑή, die zahme od. Haushenne, Alph. 12 (IX, 95).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τιθάς — fem nom sg τιθά̱ς , τιθή fem acc pl τιθά̱ς , τιθός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθάς — άδος, ἡ, Α (σε συνεκφορά με τη λ. ὄρνις) (ποιητ. τ.) όρνιθα εξημερωμένη, κατοικίδια όρνιθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τιθασεύω με επίθημα άς, άδος] … Dictionary of Greek