τιθηνητήρ

τιθηνητήρ

τιθηνητήρ, ῆρος, ὁ, = τιϑηνός, Archi. 13 (Plan. 179).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τιθηνητήρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθηνητήρ — ῆρος, ὁ, θηλ. τιθηνήτειρα, Α (ποιητ. τ.) τροφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιθηνῶ + επίθημα τήρ* / τειρα (πρβλ. τιμη τήρ, γεννή τειρα)] …   Dictionary of Greek

  • τιθηνητῆρος — τιθηνητήρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθηνήτειρα — τιθηνητήρ fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθηνήτειραν — τιθηνητήρ fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθηνήτειρα — ἡ, Α (ποιητ. τ.) βλ. τιθηνητήρ …   Dictionary of Greek

  • τιθηνητήριος — ία, ον, Α [τιθηνητήρ] θρεπτικός («τιθηνητήριον οὖθαρ», Πολυαίν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”