- τεθαλυῖα
τεθαλυῖα, ep. lem partic. perf. von τέϑηλα, von ϑάλλω, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεθαλυῖα, ep. lem partic. perf. von τέϑηλα, von ϑάλλω, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεθαλυῖα — θάλλω sprout perf part act fem nom/voc sg (epic) τεθᾱλυῖα , θάλλω sprout perf part act fem nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλλω — Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν μία από τις τρεις Ώρες, που ταυτιζόταν συμβολικά με την ανοιξιάτικη βλάστηση. Στο όνομά της ορκίζονταν οι έφηβοι της αρχαίας Αθήνας. * * * (AM θάλλω) 1. βλαστάνω, ανθώ, ευδοκιμώ (α. «σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που… … Dictionary of Greek