- τελματιαῖος
τελματιαῖος, zum Sumpfe od. Moraste gehörig, im Sumpfe lebende Thiere; ὕδωρ, βάτραχος, Arist. H. A. 1, 1. 9, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελματιαῖος, zum Sumpfe od. Moraste gehörig, im Sumpfe lebende Thiere; ὕδωρ, βάτραχος, Arist. H. A. 1, 1. 9, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελματιαίος — α, ο / τελματιαῑος, αία, ον, ΝΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέλμα («ὕδατα τελματιαῑα», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που έχει ή που σχηματίζει τέλμα («ποταμοὶ τελματιαῑοι», Αριστοτ.) 2. φρ. «ζῷα τελματιαῑα» ζώα που ζουν σε τέλματα (Αριστοτ.).… … Dictionary of Greek
τελματιαίων — τελματιαῖος of a marsh fem gen pl τελματιαῖος of a marsh masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελματιαίους — τελματιαῖος of a marsh masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελματήσιος — ον, Α τελματιαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλμα, ατος + κατάλ. ήσιος (πρβλ. γενετ ήσιος)] … Dictionary of Greek
τελματικός — ή, όν, Α [τέλμα, ατος] τελματιαίος … Dictionary of Greek
ՍԿԱԽԱՌՆ — ( ) NBH 2 0718 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 13c ա. τελματιαῖος coenosus, palustris. իսկ Սկախառն խոնաւութիւն, τέλμα locus coenosus, lacuna. Խառն ընդ սիկ. ցեխոտ, ցխոտ. մօրուտ. տղմուտ. կաւուտ. մրրախառն. դէջ. ճախնուտ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)