τελείωμα

τελείωμα

τελείωμα, τό, = τελείωσις, LXX.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τελείωμα — completion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελείωμα — το, ΝΑ, και τελείωμα Ν, και θεσσαλικός τ. τελείουμα, Α [τελειῶ, ώνω] συμπλήρωση, ολοκλήρωση νεοελλ. 1. πέρας, τέλος, σημείο τόπου ή χρόνου στο οποίο τελειώνει κάτι (α. «στο τέλειωμα τού δρόμου» β. «το τελείωμα τού φουστανιού») 2. εξάντληση («το… …   Dictionary of Greek

  • τελείωμα — το, ατος τελειωμός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τελειώματος — τελείωμα completion neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποπεράτωση — η (AM ἀποπεράτωσις) τελείωμα, αποτέλειωμα, συμπλήρωση …   Dictionary of Greek

  • γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… …   Dictionary of Greek

  • κατάκλεισις — κατάκλεισις, ἡ (AM) [κατακλείω] μσν. ο περιορισμός σε έναν χώρο, η φυλάκιση αρχ. 1. το κλείσιμο 2. η αποπεράτωση, το τελείωμα 3. δοκάρι που στηριζόταν στους κίονες πολιορκητικής «χελώνης» …   Dictionary of Greek

  • κατάληξη — ἡ (AM κατάληξις) [καταλήγω] τέλος, παύση, τελείωμα νεοελλ. 1. έκβαση, απόληξη, αποτέλεσμα 2. γραμμ. η τελευταία συλλαβή ή ο τελευταίος φθόγγος τής λέξης, τα οποία δίνουν σαφή παράσταση τού τύπου της, σε αντιδιαστολή προς το θέμα ή στέλεχος αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • ξάλεσμα — το [ξαλέθω] το τελείωμα τού αλέσματος …   Dictionary of Greek

  • πέρας — το, ΝΜΑ, επικ. τ. πεῑραρ και ιων. τ. πεῑρας, ατος, Α 1. τοπ. τέλος, τέρμα 2. στον πληθ. τα πέρατα (για τη γη, τη θάλασσα ή τον κόσμο) τα έσχατα όρια («απ τού κόσμου όλα τα πέρατα», Σολωμ.) 3. χρον. τελείωμα (α. «το πέρας τής εβδομάδας» β. «πέρας… …   Dictionary of Greek

  • παραστάδα — η / παραστάς, άδος, ΝΑ αρχιτ. 1. (στον εν. και πληθ.) τετράγωνη κολόνα χωρίς ραβδώσεις, κατασκευασμένη κατά την προέκταση τού τοίχου σε καθεμιά από τις μακριές πλευρές ενός κτίσματος, οικίας ή ναού, προς την πρόσοψή του 2. τετράγωνη κολόνα στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”