- τελεο-δρόμος
τελεο-δρόμος, den Lauf vollendend, Asclpds. 30 (XII, 203).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελεο-δρόμος, den Lauf vollendend, Asclpds. 30 (XII, 203).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τερμοδρομώ — έω, Α τρέχω προς το τέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρμα + δρομῶ (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. τελεο δρομῶ] … Dictionary of Greek