τελειο-τόκος

τελειο-τόκος

τελειο-τόκος, ein vollendetes, vollkommenes, zeitiges od. reifes Kind gebärend (?).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζωητόκος — ζωητόκος, ον (Μ) αυτός που δίνει ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωή + τοκος (< τίκτω), πρβλ. θεο τόκος, τελειο τόκος] …   Dictionary of Greek

  • νεοτόκος — ο (Α νεοτόκος και νεητόκος, ον) αυτός που γέννησε πρόσφατα («λύκαινα νεοτόκος σπαργῶσα τοὺς μαστούς», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τόκος (< τίκτω), πρβλ. θεο τόκος, τελειο τόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… …   Dictionary of Greek

  • καινοτοκώ — καινοτοκῶ, έω (Α) γεννώ καινούργια πράγματα, δημιουργώ ή παράγω καινούργια πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + τοκῶ (< τόκος < τόκος < τίκτω), πρβλ. πρωτο τοκώ, τελειο τοκώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”