- τελειο-ποιός
τελειο-ποιός, vollkommen machend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελειο-ποιός, vollkommen machend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… … Dictionary of Greek
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
κινητοποιώ — 1. θέτω κάτι σε κίνηση ή σε λειτουργία 2. θέτω επί ποδός, κάνω κάποιον να ενεργήσει (α. «κινητοποιήθηκαν όλοι οι συγγενείς για να βηθήσουν») 3. επιστρατεύω ή μετακινώ σε θέσεις μάχης στρατιωτικές μονάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κινητός + ποιῶ (< ποιός… … Dictionary of Greek
τελειοποιός — όν, ΜΑ, και τελοποιός, όν, Α αυτός που κάνει τέλειο κάτι, που τελειοποιεί κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + ποιός*] … Dictionary of Greek