- τελετ-άρχης
τελετ-άρχης, ὁ, Urheber der Weihe, Orph.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελετ-άρχης, ὁ, Urheber der Weihe, Orph.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θιασάρχης — ο (Α θιασάρχης) νεοελλ. αυτός που διευθύνει θίασο, αρχηγός θιάσου ηθοποιών αρχ. αρχηγός θρησκευτικού ομίλου ανθρώπων που περιέρχονταν τους δρόμους με άσματα και χορούς, ιδίως κατά τις εορτές προς τιμήν τού Βάκχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θίασος + άρχης*… … Dictionary of Greek
ιστάρχης — ἱστάρχης, ὁ (Α) ο ιστωνάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασι άρχης, τελετ άρχης] … Dictionary of Greek
κανονάρχης — και κανονάρχος και καλονάρχης και καλανάρχης, ο (AM κανονάρχης, Μ και κανονάρχος και καλονάρχος) βοηθός τού ψάλτη, που τού υπαγορεύει μελωδικά την αρχή τών κανόνων τών εκκλησιαστικών ύμνων νεοελλ. μσν. μτφ. σύμβουλος, βοηθός, υποβολέας, εισηγητής … Dictionary of Greek
καταστηματάρχης — ο ο ιδιοκτήτης ή διευθυντής εμπορικού καταστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάστημα, τος + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασι άρχης, τελετ άρχης] … Dictionary of Greek
κλεισουράρχης — ή κλεισουριάρχης, ὁ (Μ) 1. ο αρχηγός τής φρουράς που φύλαγε κλεισούρα, κλεισουροφύλακας 2. (στο Βυζ.) ο διοικητής τής κλεισούρας, μικρής διοικητικής περιφέρειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεισούρα + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. επιτελ άρχης, τελετ άρχης] … Dictionary of Greek
κοινοβιάρχης — ο, θηλ. κοινοβιάρχισσα (AM κοινοβιάρχης) 1. ο προϊστάμενος κοινοβίου 2. ο ηγούμενος κοινοβιακού μοναστηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινόβιον + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. στρατ άρχης, τελετ άρχης] … Dictionary of Greek
ξυστάρχης — ξυστάρχης, ὁ (Α) επιστάτης ξυστού, δηλαδή παλαίστρας ή γυμναστηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστός «γυμναστήριο» + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. τελετ άρχης] … Dictionary of Greek
ωνάρχης — ὁ, Α ο κύριος μισθωτής τών δημόσιων προσόδων, αλλ. ἀρχώνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠνή + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. τελετ άρχης] … Dictionary of Greek