- τελεσι-ουργός
τελεσι-ουργός, das Werk od. die Arbeit vollendend, zu Stande bringend, wirksam, thätig; Plat. Phaedr. 270 a; Pol. 2, 40, 2 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελεσι-ουργός, das Werk od. die Arbeit vollendend, zu Stande bringend, wirksam, thätig; Plat. Phaedr. 270 a; Pol. 2, 40, 2 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελεσιουργός — όν, Ν. αυτός που ολοκληρώνει ένα έργο, αποτελεσματικός, τελεσφόρος αρχ. 1. αυτός που προσδίδει τελειότητα σε κάτι 2. προσωνυμία τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι (βλ. λ. τέλος) + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. γενεσι ουργός] … Dictionary of Greek