- τελεστικός
τελεστικός, vollendend, vollbringend, Arist. physiogn. 6; – einweihend, die Einweihung betreffend, σοφία, die Weisheit der Mysterien, Plut. Sol. 12; καὶ μανεικὸς βίος, Plat. Phaedr. 248 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελεστικός, vollendend, vollbringend, Arist. physiogn. 6; – einweihend, die Einweihung betreffend, σοφία, die Weisheit der Mysterien, Plut. Sol. 12; καὶ μανεικὸς βίος, Plat. Phaedr. 248 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελεστικός — fit for finishing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστικός — ή, όν, Α [τελεστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μυσταγωγία, μυστικός («σοφὸς περὶ τὰ θεῑα τὴν ἐνθουσιαστικὴν καὶ τελεστικὴν σοφίαν», Πλούτ.) 2. αρμόδιος για τέλεση, για εκτέλεση («τελεστικὸς τῶν ἁπάντων», Αριστοτ.) 3. κατάλληλος για μύηση … Dictionary of Greek
τελεστικά — τελεστικός fit for finishing neut nom/voc/acc pl τελεστικά̱ , τελεστικός fit for finishing fem nom/voc/acc dual τελεστικά̱ , τελεστικός fit for finishing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστικῶν — τελεστικός fit for finishing fem gen pl τελεστικός fit for finishing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστικόν — τελεστικός fit for finishing masc acc sg τελεστικός fit for finishing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστικώτατα — τελεστικός fit for finishing adverbial superl τελεστικός fit for finishing neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστικώτατον — τελεστικός fit for finishing masc acc superl sg τελεστικός fit for finishing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστικαῖς — τελεστικός fit for finishing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστικαί — τελεστικός fit for finishing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστικοῖς — τελεστικός fit for finishing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστικοί — τελεστικός fit for finishing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)