- τιλμός
τιλμός, ὁ, = τίλσις; das Raufen des Haares, Aesch. Suppl. 879.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τιλμός, ὁ, = τίλσις; das Raufen des Haares, Aesch. Suppl. 879.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τιλμός — plucking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλμός — ὁ, Α [τίλλω] 1. βίαιη απόσπαση τών τριχών, μάδημα 2. εκρίζωση, ξερίζωμα («τιλμὸς καλάμου», πάπ.) 3. εξαγωγή τών ινών φυτού («τιλμὸς σησάμου», πάπ.) 4. φρ. «τιλμὸς ὀσπρίων» αποφλοίωση οσπρίων … Dictionary of Greek
τιλμοῖσι — τιλμός plucking masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλμοῖσιν — τιλμός plucking masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλμοί — τιλμός plucking masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλμοῦ — τιλμός plucking masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλμούς — τιλμός plucking masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλμῶν — τιλμός plucking masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλμῷ — τιλμός plucking masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)