- τιθασεύτωρ
τιθασεύτωρ, ορος, ὁ, = τιϑασευτής, Opp. Cyn. 2, 543.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τιθασεύτωρ, ορος, ὁ, = τιϑασευτής, Opp. Cyn. 2, 543.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τιθασεύτωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) τιθασευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιθασεύω + επίθημα τωρ (πρβλ. θηρεύ τωρ)] … Dictionary of Greek
τιθασεύτορες — τιθασεύτωρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)