- τιθασευτικός
τιθασευτικός, zum Zähmen geschickt, geeignet, Arist. H. A. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τιθασευτικός, zum Zähmen geschickt, geeignet, Arist. H. A. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τιθασευτικός — ή, όν, Α [τιθασεύω] ο κατάλληλος, ο ικανός να εξημερώνει ή αυτός που εύκολα τιθασεύεται … Dictionary of Greek